- περιοπτως
- περιόπτωςπερι-όπτωςзамечательно, доблестно
(ἀγωνίζεσθαι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀγωνίζεσθαι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περιόπτως — περίοπτος to be seen all round adverbial περίοπτος to be seen all round masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίοπτος — η, ο / περίοπτος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που φαίνεται απ όλες τις πλευρές, ο ορατός από παντού (α. «περίοπτη θέση» β. «περίοπτο γλυπτό») 2. περίβλεπτος, αξιοθαύμαστος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίοπτα οι τόποι που έχουν θέα, τα υψηλά. επίρρ...… … Dictionary of Greek